-
1 αὐξάνω
αὐξάνω Pi.Fr. 153, Hdt.7.16.ά, A.Pers. 756, E.Supp. 233, Fr.362.28, Pl.Ti. 41d:—also [full] αὔξω (poet. ἀέξω, q.v.) Thgn.823, Pi.O.5.4, Emp.37, S.Tr. 117 (lyr.), Ar.Ach. 227, X.Smp.7.4, Pl.R. 573a, D. 3.26, etc. (so [dialect] Att. Inscrr. and Ptolemaic Pap.; both forms in NT): [tense] impf. ηὔξανον only Ps.-E.Fr.1132.25;Aηὖξον Hdt.9.31
, etc.: [tense] fut.αὐξήσω Th.6.40
, etc. ( αὐξανῶ only in LXX Ge.17.6, al.): [tense] aor. Iηὔξησα Sol. 11
, X.HG7.1.24: [tense] pf. , X.Hier.2.15:—[voice] Pass.,αὐξάνομαι Hdt.2.14
, E.Med. 918, Ar.Av. 1065, Isoc.4.104, Pl.Phd. 96c, D. 18.161;αὔξομαι Emp.26.2
, Ar.Ach. 227, Pl.R. 328d, etc., [tense] impf. , Hdt.3.39 (v.l. αὔξετο): [tense] pf. , Pl.R. 371e, [dialect] Ion.αὔξ- Hdt.1.58
: [tense] plpf.ηὔξητο Id.5.78
: [tense] aor.ηὐξήθην Th.1.89
, Pl.Prt. 327c: [tense] fut.αὐξηθήσομαι D.56.48
;αὐξήσομαι X.Cyr.6.1.12
, Pl.R. 497a:—increase, not in Hom. (only ἀέξω), Pi.Fr. 153, etc.;ὕβριν αὐ. Hdt.7.16
.ά; ὄλβον A.Pers. 756
; opp. ἰσχναίνειν, Pl.Plt. 293b;εἰς ἄπειρον αὐ. τι Id.Lg. 910b
;ἐπὶ τὸ ἔσχατον Id.R. 573a
; , etc.2 increase in power, strengthen, αὐ. τὰ Ἑλλήνων increase their power, Hdt.8.30;νόμοισιν αὐ. πόλιν S.Ant. 191
, cf. X.Mem.3.7.2; exalt by one's deeds, glorify, πόλιν, πάτραν, Pi.O.5.4, P.8.38, cf. IG22.834, etc.; exalt by praise, extol,ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινά Pl.Ly. 206a
; σέ γε.. καὶ τροφὸν καὶ ματέρ' αὔξειν honour thee as.., S.OT 1092 (lyr.); of an orator, amplify, exaggerate,αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh. 1403a17
.3 with an Adj., τρέφειν καὶ αὐ. τινὰ μέγαν bring up to manhood, Pl.R. 565c;μείζω πόλιν αὐ. E.IA 572
(lyr.);τὸν ὄγκον.. ἄπειρον αὐξήσει Pl.R. 591d
.5 in Logic, = καταπυκνόω (q. v.), Arist.APo. 79a30, al.; but ὁ αὐξόμενος λόγος, name of a fallacy, Plu.Thes.23, 2.559b.II [voice] Pass., grow, increase, in size, number, strength, power, etc., Hes.Th. 493, Pi.P.8.93, D.61.5, etc.; αὐ. ἐς πλῆθος, ἐς ὕψος, Hdt.1.58, 2.14; of a child, grow up, Id.5.92.έ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν αὔξεται, of Theseus, E.Supp. 323; ηὐξανόμην ἀκούων I grew taller as I heard, Ar.V. 638; of the wind, rise, Hdt.7.188; .2 with an Adj., αὔξεσθαι μέγας wax great, grow up, E.Ba. 183;αὐ. μείζων A.Supp. 338
, Pl.Lg. 681a;αὐ. ἐλλόγιμος Id.Prt. 327c
;μέγας ἐκ μικροῦ.. ηὔξηται D.9.21
.III later, [voice] Act. intr., like [voice] Pass.,ἡ σελήνη αὐξάνει Arist. APo. 78b6
, cf. HA 620a21, Aristeas 208, D.S.4.64, Ep.Col.2.19, D. Chr.4.128, D.C.48.52, etc.
См. также в других словарях:
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek